πωρῶ — πωρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) πωρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) πωρός miserable masc/neut gen sg (doric aeolic) πωρόω petrify pres subj act 1st sg πωρόω petrify pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πώρῳ — Πῶρος stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώρῳ — πώ̱ρῳ , πῶρος stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
Πώρωι — Πώρῳ , Πῶρος stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπωρωμένος — η, ο βλ. πωρῶ (ΙΙ) … Dictionary of Greek
προσπωρώ — όω, Α σκληραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πωρῶ, «απολιθώνω, σκληραίνω»] … Dictionary of Greek
πωρητύς — ύος, ἡ, Α δυστυχία, αθλιότητα («πωρητύς ταλαιπωρία, πένθος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πωρῶ (Ι) «κηδεύω, πενθώ» + επίθημα τύς (πρβλ. πρακ τύς)] … Dictionary of Greek
πώρωμα — το, ΝΑ [πωρῶ, ώνω] νεοελλ. η πώρωση αρχ. κάλος, τύλος … Dictionary of Greek
πώρωση — η / πώρωσις, ώσεως, ΝΑ [πωρῶ, ώνω] 1. απολίθωση 2. συγκόλληση και θεραπεία κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. μτφ. πλήρης ηθική αναισθησία, ασυνειδησία αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος» … Dictionary of Greek